-
1 End
subs.Conclusion: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.), V. τέρμα, τό, τέρμων, ὁ.About the end of the year: P. περὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν (Dem. 731).End of anything that has been cut: P. and V. τομή, ἡ.Extreme point: P. and V. τὸ ἔσχατος or use adj., ἔσχατος, agreeing with substantive; e. g., the end of the line: P. and V. τάξις ἐσχάτη.Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχεσις (Thuc. 7, 6).They at once closed the great harbour with triremes set end to end: P. ἔκλῃον τὸν λιμένα εὐθὺς τὸν μέγαν... τριήρεσι πλαγίαις (Thuc. 7, 59).Aim, object: P. προαίρεσις, ἡ.Purpose: P. and V. γνώμη, ἡ, βούλευμα, τό.For personal ends: P. διʼ ἴδια κέρδη.Where the construction of both walls came to an end: P. ᾗπερ τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι ἔληγον (Thuc. 7, 6).Come to an end at a place: P. τελευτᾶν ἐπί (acc.) (Thuc. 8, 90).This is the action of an unscrupulous trickster who will come to a bad end: P. πονηροῦ ταῦτʼ ἐστι σοφιστοῦ καὶ οἰμωξομένου (Dem. 937).Put an end to: P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see end, v.Stand on end: P. ὀρθὸς ἵστασθαι (Plat.), V. ὄρθιος ἑστηκέναι.——————v. trans.Conclude: P. τελεοῦν, V. τελειοῦν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν; see Conclude.Night ended the action: P. νύξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ (Thuc. 4, 25).Night having ended the action: P. ἀφελομένης νυκτὸς τὸ ἔργον (Thuc. 4, 134).V. intrans. P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, τελευτᾶν, V. ἐκτελευτᾶν.Lapse, expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν.End in: P. and V. τελευτᾶν εἰς (acc.).End off in: P. ἀποτελευτᾶν εἰς (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > End
-
2 Close
adj.Solid, dense: P. and V. πυκνός.Narrow: P. and V. στενός, V. στενόπορος.Close-packed: P. and V. πυκνός, ἁθρόος.Stifling: Ar. and P. πνιγηρόςKeep close: see Hide.Mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.I did not expect the numbers would be so close: P. οὐκ ᾤμην ἔγωγε οὕτω παρʼ ὀλίγον ἔσεσθαι τὸν γεγονότα ἀριθμόν (Plat., Ap. 36A).Careful: see Attentive.Close relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see Near.At close quarters: use adv., P. and V. ὁμόσε, P. συστάδον.——————subs.Consecrated ground: P. and V. τέμενος, τό, ἄλσος, το (Plat.), V. σηκός, ὁ, σήκωμα, τό.End: P. and V. τέλος, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.).——————v. trans.Put to: P. προστιθέναι.Fasten close, etc.: Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν.Block up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν.Close ( eyes) of another: P. συλλαμβάνειν (Plat.), V. συμβάλλειν, συναρμόζειν, συνάπτειν, P. and V. συγκλῄειν.Close one's mouth: V. ἐγκλῄειν στόμα, Ar. ἐπιβύειν στόμα, P. ἐμφράσσειν στόμα.Keep quiet and close your mouth: V. ἡσυχάζετε συνθέντες ἄρθρα στόματος (Eur., Cycl. 624); see also Shut.Close ranks: P. and V. συντάσσεσθαι, P. συστρέφεσθαι.Close with, accept: P. and V. δέχεσθαι (acc.).Close with ( an enemy): P. and V. προσβάλλειν (dat.), συμβαλλειν (dat.), ὁμόσε ἰέναι (dat.), P. συμμιγνύναι (dat.); see Engage.V. intrans. Come to an end: P. and V. τελευτᾶν, τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, V. ἐκτελευτᾶν.Of combatants: P. and V. μάχην συνάπτειν, συμβάλλειν, P. συμμιγνύναι, συμμίσγειν, εἰς χεῖρας ἰέναι, V. εἰς ταὐτὸν ἥκειν.Shut: P. and V. κλῄεσθαι, συγκλῄεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Close
-
3 Finish
v. trans.P. and V. ἀνύτειν, κατανύτειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid. in P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, περαίνειν, διαπεραίνειν, τελεοῦν (V. τελειοῦν), P. ἐπιτελεῖν, ἀποτελεῖν, V. ἐξανύτειν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν, ἐκπράσσειν. ἐκπεραίνειν; see also End.V. intrans. Come to an end: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, τελευτᾶν, V. ἐκτελευτᾶν; see also End, Cease.Finish up: Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι.When they remained to finish up the work: P. παραμεινάντων ἐκείνων πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων (Thuc. 3, 10).——————subs.Finishing touch: see Finishing.Perfecting: P. ἀπεργασία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Finish
-
4 Conclude
v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conclude
-
5 Fruition
subs.Come to: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fruition
-
6 Fulfil
v. trans.Accomplish: P. and V. ἀνύτειν, κατανύτειν, ἐπεξέρχεσθαι, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid. in P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, περαίνειν, V. τελειοῦν, ἐξανύτειν, τελευτᾶν, ἐκπράσσειν, τελεῖν (rare P.), ἐκπεραίνειν, κραίνειν, ἐπικραίνειν, P. ἐπιτελεῖν, τελεοῦν.Complete, fill up: P. and V. πληροῦν, ἐκπληροῦν, P. ἀναπληροῦν, V. ἐκπιμπλάναι.Be fulfilled, come to an end: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν.Of an oracle, etc.: V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν, P. and V. ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fulfil
-
7 Over
prep.P. and V. ὑπερ (acc. or gen.).Upon: P. and V. ἐπί (dat.).All over: P. κατὰ πάντα.Over a wide space: P. ἐπὶ πολύ.(Exult, etc.) over: P. and V. ἐπί (dat.).Of authority: P. and V. ἐπί (dat.).Set over: P. and V. ἐφιστάναι (τινά τινι).He pronounces over them a fitting eulogy: P. λέγει ἐπʼ αὐτοῖς ἔπαινον τὸν πρέποντα (Thuc. 2, 34).Beyond, more than: P. and V. ὑπέρ (acc.).Fall over: P. ἐπιπίπτειν (dat.).Get over an illness: see Recover.It is all over with me: use P. and V. οἴχομαι (Plat.), ἀπόλωλα (perf. of ἀπολλύναι), V. ὄλωλα (perf. of ὀλλύναι); see be undone (Undone).Be over, be finished: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, παρελθεῖν ( 2nd aor. of παρέρχεσθαι), τελευτᾶν; see End.——————adv.In compounds: P. and V. ὑπέρ.Overmuch: P. and V. ὑπέρπολυς.Over and above, in addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπί (dat.).In addition: Ar. and V. προσέτι, V. καὶ πρός, πρός (rare P.).Over again: see Again.Over and over: see Repeatedly.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Over
-
8 Issue
subs.P. and V. συμφορά, ἡ, τέλος, τό, τελευτή, ἡ, ἔργον, τό.Result: P. τὸ ἀποβαῖνον.Issues, risks: P. and V. ἀγών, ὁ.Herein lies a great issue: V. κἀν τῷδʼ ἀγὼν μέγιστος (Eur., Med. 235).Grave is the crisis and I see two issues: V. μεγὰς γὰρ ἁγὼν καὶ βλέπω δύο ῥοπάς (Eur., Hel. 1090).Side issue: P. and V. πάρεργον, τό.Point at issue, subject in dispute: P. and V. ἀγών, ὁ.Come to an issue: P. and V. ἀγωνίζεσθαι (pass.), P. κρίσιν ἔχειν.Shrewd in wishing to, join issue with tho arguments: V. συνετὸς δὲ χωρεῖν ὁμόσε τοῖς λόγοις θέλων (Eur., Or. 921).If any one dares to join issue with the argument: P. ἐὰν δέ γέ τις... ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι (Plat., Rep. 610C).Giving out: use P. παράδοσις, ἡ.Flowing out: P. and V. ἀπορροή, ἡ, P. ἐκροή, ἡ (Plat.).Die without male issue: P. ἄπαις τελευτᾶν ἀρσένων παίδων (Andoc. 15).——————v. trans.Give out: P. and V. ἐκφέρειν.V. intrans. Happen: P. and V. συμβαίνειν, γίγνεσθαι, συμπίπτειν, παραπίπτειν, τυγχάνειν, V. κυρεῖν, ἐκπίπτειν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.Result: P. and V. ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, P. ἀποβαίνειν, V. τελεῖν.Turn out: P. and V. ἐξέρχεσθαι, V. ἐξήκειν.Break out: V. ἐρρωγέναι (2nd perf. of ῥηγνύναι); see break out.Start from: P. and V. ὁρμᾶσθαι (ἀπό, gen. or ἐκ gen.).Flow out: P. and V. ἀπορρεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Issue
См. также в других словарях:
ЭНТЕЛЕХИЯ — (от греч. entelecheia завершение, осуществленность) в философии Аристотеля: способ бытия вещи, сущность которой вполне реализована, форма, осуществляющаяся в материи; активное начало, превращающее возможность в действительность, актуальность и… … Философская энциклопедия
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… … Dictionary of Greek
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά … Deutsch Wikipedia
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… … Wikipedia